δυστυχοῦς

δυστυχοῦς
δυστυχής
unlucky
masc/fem/neut gen sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • άθλιος — α, ο (AM ἄθλιος, ιον και ιος, ία, ιον) 1. αξιολύπητος, ταλαίπωρος, δυστυχισμένος (με ή χωρίς ηθική σημ.) 2. αισχρός, ελεεινός, φαύλος αρχ. αυτός που γίνεται αίτιος δυστυχίας. [ΕΤΥΜΟΛ. ἄθλιος < ἀέθλιος, με συναίρεση < ἄεθλον + ιος αντίθετα… …   Dictionary of Greek

  • δυστυχία — και δυστυχιά, η (AM δυστυχία) 1. ατυχία, κακοτυχία («πολλὴν γ ἐμοῡ κατέγνωκας δυστυχίαν», Πλάτ.) 2. η κατάσταση τού δυστυχούς, συμφορά, η δυστυχία τών προσφύγων («εἰ δυστυχίας ἀνδρῶν ὀδυροίμην») νεοελλ. 1. δυστύχημα («τόν βρήκαν πολλές… …   Dictionary of Greek

  • παρηγορητής — ο, θηλ. παρηγορήτρια και παρηγορήτρα και παρηγορήτισσα 1. αυτός που παρηγορεί κάποιον, ιδίως σε περίπτωση πένθους («από την έρημη αναφωνήτρα πού ναι στους δύστυχους παρηγορήτρα», Σολωμ.) 2. το θηλ. Παρηγορήτρια ή Παρηγορήτρα προσωνυμία τής… …   Dictionary of Greek

  • Βούρτση, Μάρθα — (1936 –). Ηθοποιός. Χαρακτήρισε μία ολόκληρη εποχή όπου το κοινό τη θυμάται στους ρόλους της μονίμως κατατρεγμένης και συνήθως δυστυχούς νεαρής. Πάντως, αν και κυριάρχησε στις μελοδραματικές εμπορικές ταινίες της δεκαετίας του 1960, από τις… …   Dictionary of Greek

  • Κάλλιστος, Ανδρόνικος — (Κωνσταντινούπολη 1420; – Αγγλία 1476).Λόγιος. Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης μετανάστευσε στην Ιταλία. Δίδαξε αρχαία ελληνική φιλολογία στα σπουδαιότερα ιταλικά πανεπιστήμια της εποχής (Μπολόνια, Ρώμη, Φλωρεντία, Μιλάνο), όπου μεταξύ των… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”